ιππόμορφος

ιππόμορφος
ἱππόμορφος, -ον (Α)
αυτός που έχει μορφή ίππου, όμοιος με ίππο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππ(ο)-* + -μορφος (< μορφή)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • Ἱππόμορφος — horse shaped masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἱππομόρφω — Ἱππόμορφος horse shaped masc/fem/neut nom/voc/acc dual Ἱππόμορφος horse shaped masc/fem/neut gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἱππομόρφους — Ἱππόμορφος horse shaped masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γυναικόμορφος — η, ο (AM γυναικόμορφος, ον) αυτός που έχει μορφή γυναίκας, αυτός που μοιάζει με γυναίκα. [ΕΤΥΜΟΛ. < γυνή, γυναικός + μορφος < μορφή (πρβλ. θηλύμορφος, ιππόμορφος)] …   Dictionary of Greek

  • μορφή — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 860 μ., 97 κάτ.) στην πρώην επαρχία Βοΐου, του νομού Κοζάνης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Τσοτιλίου. * * * η (ΑΜ μορφή, Α δωρ. τ. μορφά) 1. το πρόσωπο τού ανθρώπου, θωριά, παρουσιαστικό (α. «όποια η μορφή τέτοια και η… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”